ασταθμητος

ασταθμητος
    ἀστάθμητος
    ἀ-στάθμητος
    2
    1) неустойчивый, подвижный
    

(ἀστέρες Xen.)

    2) непостоянный, изменчивый
    

(ἄνθρωπος Arph.; δῆμος Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.)

    3) шаткий, ненадежный, непрочный
    

(αἰών Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασταθμητος" в других словарях:

  • ἀστάθμητος — unsteady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάθμητος — η, ο (AM ἀστάθμητος, ον) [σταθμώ] 1. ο αζύγιστος 2. ο αβαρής 3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες») 4. ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. ο κινητός, ο άστατος 2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • αστάθμητος — η, ο άδηλος, αβέβαιος, αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί από πρωτύτερα: Αστάθμητοι παράγοντες ανατρέψανε την πορεία των γεγονότων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσταθμητότερον — ἀστάθμητος unsteady adverbial comp ἀστάθμητος unsteady masc acc comp sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότατον — ἀστάθμητος unsteady masc acc superl sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτως — ἀστάθμητος unsteady adverbial ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάθμητον — ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητοτάτῳ — ἀστάθμητος unsteady masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότερα — ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότεροι — ἀστάθμητος unsteady masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτοις — ἀστάθμητος unsteady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»